Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο άνθρωπος, ο δανεισμός
0.0 από 5 (0 Ψήφοι)

belogiannis214 n

Στην εποχή μας η περιρρέουσα κατάσταση έχει απαξιώσει κάθε προσπάθεια και αξία. Οι πάντες γνωρίζουν πως όλα πλέον αποτιμώνται σε σχέση με τις γνωριμίες και το βαθμό πρόσβασης στα κυκλώματα της διαπλοκής, των εγκάθετων και των λαμογιών, που λυμαίνονται τον κόπο και τον ιδρώτα των εργαζομένων, που τώρα μάλιστα επ' ευκαιρία της κρίσης εξοβελίστηκαν στο “πυρ το εξώτερο”. Αυτή τη στιγμή ο Νίκος Μπελογιάννης έρχεται στο προσκήνιο, επίκαιρος,  ασυμβίβαστος και προκλητικός, να μας θυμίσει τη διαχρονικότητα της διαφθοράς και του συμέροντος, που είναι πανάρχαιη, όσο και η επί γης εξουσία...

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Μπελογιάννη: Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα
Μέρος Δεύτερο: Οι συνέπειες
Κεφάλαιο πρώτο
Πρέπει να δανείζεται μια χώρα;

Α. Δάνεια “καλά” και “κακά”

Πριν γνωρίσουμε τις συνέπειες που ’χε για την Ελλάδα η είσοδος του ξένου κεφαλαίου, πρέπει να βρούμε τη σωστή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, μια και τα εξωτερικά δάνεια διαδραμάτισαν στην Ελλάδα τον κυριότερο ρόλο σε σύγκριση με τις άλλες μορφές του ξένου κεφαλαίου που μπήκανε στη χώρα μας. Οι πολιτικοί οικονομολόγοι και δημοσιολόγοι της κυρίαρχης τάξης κανόνιζαν κάθε εποχή την πορεία τους και τις θέσεις τους πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ανάλογα με τα συμφέροντα της τάξης τους. Όταν η αστική τάξη πάλευε για την αφαίρεση της πολιτικής κυριαρχίας από τη φεουδαρχία ή το γκρέμισμά της, όλοι σχεδόνοι αστοί πολιτικοί της Δυτικής Ευρώπης είχαν κηρυχτεί ενάντια στον κρατικό δανεισμό […] Ακόμα απ’ τον καιρό του Λουδοβίκου 14ου, ο Κολμπέρτ, υπουργός του βασιλιά “Ήλιου”, είχε ψηφίσει την ποινή του θανάτου για κείνον που θα ’θελε να δώσει δάνειο στο βασιλιά. Επίσης, ο Εγγλέζος φιλόσοφος και ιστορικός του 18ου αιώνα Ντέιβιντ Χιούμ διακήρυχνε ότι το κράτος πρέπει να σκοτώσει την πίστη [τον δανεισμό], αν δεν θέλει να πέσει θύμα της. Τις ίδιες ιδέες είχε και ο πασίγνωστος τραπεζίτης και υπουργός του Λουδοβίκου 16ου Νεκέρ, καθώς και ο Πρώσος πολιτικός Στάιν στις αρχές του 19ου αιώνα. Και οι κλασικοί αστοί οικονομολόγοι —Σμιθ, Ρικάρντο, Σαίυ— υποστηρίζανε στα βιβλία τους τις ίδιες απόψεις.

Κύλησαν όμως από τότε πολλά χρόνια, άλλαξαν τα πράγματα και μαζί μ’ αυτά μπαγιάτεψαν και οι παραπάνω θεωρίες, ιδέες και αντιλήψεις. Από τη μέση του περασμένου αιώνα και ύστερα, πολλοί αρχίσανε να υποστηρίζουν ότι ένα δάνειο πάντοτε είναι καλό και με τον καιρό, όπως γράφει ο Αγγ. Αγγελόπουλος, “ο αριθμός των υπέρ του δανεισμού κηρυσσομένων ογκούται συνεχώς.” Τινές, μάλιστα, φτάνουν μέχρι του σημείου να υποστηρίζουν ότι όσο περισσότερα δημόσια δάνεια υπάρχουν, τόσο μεγαλύτερος καθίσταται ο εθνικός πλούτος.

Η μεταβολή τούτη έχει βέβαια τις αιτίες της και πρώτη είναι η συσσώρευση κεφαλαίου που ’χει αρχίσει να βαδίζει παράλληλα με τη βιομηχανική ανάπτυξη. Αυτή η συσσώρευση δημιουργεί έναν πληθωρισμό, μικρό ακόμα, κεφαλαίων, που αρχίζουνε μ’ αργό ρυθμό στην αρχή να βγαίνουν στο εξωτερικό, στις αποικιακές και στις καθυστερημένες οικονομικά χώρες. Επίσης, από τα μέσα του 19ου αιώνα και νωρίτερα, η αστική τάξη είχε σταθεροποιηθεί οριστικά στην πολιτική εξουσία είτε γκρεμίζοντας με τη βία το φεουδαρχικό καθεστώς, είτε κατακτώντας με συμβιβασμούς και με την εκμετάλλευση των λαϊκών εξεγέρσεων μια μια τις κυριότερες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Γι’ αυτό τώρα τα δάνεια είναι καλά και απαραίτητα, γιατί στο μεγαλύτερο μέρος τους θα διατεθούν ή για την ενίσχυση των παραγόντων εκείνω που συντελούνε στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας και κυρίως της βιομηχανίας, συγκοινωνίες, κλπ, ή θα χρηματοδοτήσουν τους κατακτητικούς πολέμους της κυρίαρχης τάξης. Και κοντά σε τούτους τους λόγους πρέπει να αναγράψουμε και το ότι τα δάνεια δυναμώνουν όλο και περισσότερο τις τράπεζες που αρχίζουν να κυριαρχούν στην οικονομική ζωή των μεγαλοκαπιταλιστικών χωρών και να γίνονται, για την εποχή εκείνη, ένας από τους κυριότερους συντελεστές της βιομηχανικής ανάπτυξης. Εδώ πρέπει να κάνουμε και κάποιο ξεχωρισμό. Ενώ δηλαδή τα δάνεια που γίνονται στο εσωτερικό του κάθε καπιταλιστικού κράτους για λογαριασμό του απορροφούν κυρίως τα μικροκομποδέματα των μικροαστών και άλλων εργαζομένων, αντίθετα τις μικρές και καθυστερημένες χώρες τις δανείζουν κυρίως οι μεγάλοι οργανσιμοί του εξωτερικού, γεγονός με μεγάλες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες.

Έτσι, λοιπόν, ύστερ’ από τις μεγάλες πολιτικές και οικονομικές μεταβολές που σημειώσαμε, επόμενο ήταν οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι της κυρίαρχης τάξης ν’ αλλάξουν το τροπάρι τους πάνω στο ζήτημα του δανεισμού.

Ο Γερμανός K. Dietzel γίνεται από το 1855 ο κυριότερος απολογητής του κρατικού δανείου. Κι όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ο καπιταλισμός αρχίζει να περνάει στο τελευταίο του στάδιο, τον ιμπεριαλισμό, τότε πια το δάνειο θεοποιείται. Στην περίοδο τούτη το τραπεζικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο ενώνονται πια μ’ αξεχώριστους δεσμούς, παίρνοντας τα δυο μαζί την καινούργια μορφή του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα δημιουργούνται τα μεγάλα τραστ, τα καρτέλ και στα χέρια των μεγαλοκαπιταλιστών συγκεντρώνονται τόσα κεφάλαια, που θα πάθαιναν ασφυξία, αν δεν έβρισκαν διέξοδο, γι’ αυτό και δισεκατομμύρια ολόκληρα αρχίζουν να παίρνουν το δρόμο προς τις αποικίες ή τις ανεξάρτητες αλλά καθυστερημένες οικονομικά χώρες, για να τις αποικιοποιήσουν κι αυτές ειρηνικά.

Τα κεφάλαια τούτα τοποθετούνται σ’ επιχειρήσεις “παραγωγικές” ή δίνονται με τη μορφή κρατικού είτε ιδιωτικού δανείοου κι αμέσως στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες αλλά και στις μικρές αρχίζουνε να ξεπηδάνε και να πληθαίνουν οι ραντιέρηδες, που για να τους γνωρίσουμε με δυο λόγια μοναδική τους απασχόληση είναι να εισπράττουν κάθε χρόνο ή εξάμηνο τους τόκλους και τα χρεολύσια από τα δάνεια και τα κεφάλαια που ’χουν τοποθετήσει στο εξωτερικό, και κυρίως στις αποικές και τις καθυστερημένες χώρες.

η, γΈτσι, βουνά ολόκληρα από λίρες, δολάρια, φράγκα ή μάρκα αρπάζονται κάθε χρόνο από τον εθνικό πλούτο των χωρών αυτών και περνάνε στα χέρια των μεγάλων παραλήδων, και κάθε χώρα που ’χε την ατυχία να δεχτεί τα κεφάλαια και τα δάνεια των ιμπεριαλιστικών χωρών είναι καταδικασμένη στον μαρασμό και στην καθυστέρηση γιατί ο λαϊκός ιδρώτας που χύνεται άφθονα δεν ξοδεύεται πια για την προκοπή του τόπου, αλλά κλέβεται από τους ραντιέρηδες.

[…] Το τελικό μας συμπέρασμα είναι ότι, όταν δεν σύμφερε στον καπιταλισμό, το δάνειο ήταν κακό και από τότε που τον συμφέρει είναι καλό, κάλλιστο!