Γεννηθήκαμε και ζούμε σ' αυτό τον χώρο που λέγεται Ελλάδα. Αναμφισβήτητα ανήκουμε εδώ “ψυχή τε και σώματι”. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι προπάτορες έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα για να υπάρχει η συνέχεια. Δίκαια η υπερηφάνεια κατακλύζει τις καρδιές μας, όπως δείχνει και η καταγραμμένη ιστορία εδώ γράφτηκαν οι σημαντικότερες σελίδες του παγκόσμιου πολιτισμού. Πάντα ήταν και είναι ένας τόπος γνώσης και ελεύθερης σκέψης ανθρώπων που όταν χρειάσθηκε αγωνίσθηκαν απαράμιλλα και έχυσαν το αίμα τους για τις υπέρτατες αξίες. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που υπάρχει η στενή σχέση της οικογένειας, της αλληλεγγύης, της αγάπης στην πατρίδα, της πιστής τελετουργίας ηθών και εθίμων...
Τα τελευταία χρόνια με το δέλεαρ της υλικής ανταμοιβής, πολλοί θέλησαμε να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα, σκεπτόμενοι πονηρά πως θα μπορούσαμε με λίγη δουλειά να έχουμε πολλά λεφτά. Οι πρόγονοι μας είχαν προειδοποιήσει “φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας”, εμείς το λησμονήσαμε... Έτσι βρεθήκαμε δεμένοι στο άρμα της πολύφερνης και δήθεν αναντικατάστατης ΕΕ, γίναμε μάλιστα και τιμητές της, θεωρώντας μεγάλη τύχη που βρισκόμαστε μέσα στην αγκάλη της, πιστεύοντας ακράδαντα μάλιστα, πως το ευρώ ήταν η σωτηρία μας.
Ίσως ακόμη και τώρα που η κατάρρευση της οικονομίας είναι κάτι περισσότερο από φανερή, δεν τολμούμε να πάρουμε τις τύχες μας από τους ολίγιστους της κομματικής νομενκλατούρας. Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τη βασανιστική κατρακύλα μας προς την άβυσσο και δεν αποφασίζουμε να αντιδράσουμε. Μας έπιασαν στον ύπνο, περιμένουμε την επέμβαση των θείων ή η αβεβαιότητα μας κάνει αμήχανους και δισταχτικούς;
Ένα είναι το σίγουρο, εμείς που χύσαμε ποταμούς αίματος για την πατρίδα και για τις ιδέες, μας ανάγκασαν σιγά – σιγά να πιστεύουμε πως είμαστε ανίκανοι και τεμπέληδες και ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε είναι να είμαστε υπό την προστασία κάποιου. Εμείς που δώσαμε απλόχερα στα πέρατα του κόσμου τη γνώση και τον πολιτισμό, είμαστε στριμωγμένοι στην άκρη ζητιανεύοντας και εκλιπαρώντας για βοήθεια, δακτυλοδεικτούμενοι και αποδιοπομπαίοι!
Στην εποχή της ευμάρειας οι ντόπιοι λακέδες έγιναν οπαδοί της άνευ ορίων ανταγωνιστικότητας και έτσι μας ανάγκασαν να τρέχουμε κυνηγώντας χίμαιρες. Πιστέψαμε τις υποσχέσεις των ανήθικων και βολεμένων και γίναμε στρατιωτάκια του κομματικού κατεστημένου. Λίγα ευρώ και μια δήθεν ασφαλής μόνιμη θέση, μας τοποθέτησε στα κομματικά στρατόπεδα των εξουσιαστών και φυσικά έρμαια των επιλογών τους.
Τώρα αποστασιοποιημένοι ίσως μπορούμε να δούμε πολύ καλά τι σήμαινε η ρύση του “Εθνάρχη”, “ανήκουμε στη Δύση”. Ή ο υπέρμετρος αντιΑμερικανισμός, που μας έβαζε όλο και πιο βαθιά στο άρμα των όπου γης εκμεταλλευτών. Δεν ήταν τίποτε άλλο από λίγα αργύρια που μας προσφέρθηκαν σαν δόλωμα, αντάλλαγμα για την πανάκριβη τη λευτεριά μας.